ανάπηρα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /aˈna.pi.ɾa/
Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]ανάπηρα
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του ανάπηρος