ανάστερος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ανάστερος < (ελληνιστική κοινή) ἀνάστερος < ἀν- + αρχαία ελληνική ἀστήρ
Επίθετο
[επεξεργασία]ανάστερος, -η, -ο
- άλλη μορφή του άναστρος, χωρίς αστέρια
- (μεταφορικά) δυστυχής
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη αστέρι
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ανάστερος
|