ανάσχομαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /aˈna.sxo.me/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐νά‐σχο‐μαι
Ρηματικός τύπος
[επεξεργασία]ανάσχομαι, στ.μέλλ.: θα ανασχεθώ, αόρ.: ανασχέθηκα, μτχ.π.π.: ανασχεμένος
- παθητική φωνή του ρήματος ανάσχω