ανάταξη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ανάταξη | οι | ανατάξεις |
γενική | της | ανάταξης* | των | ανατάξεων |
αιτιατική | την | ανάταξη | τις | ανατάξεις |
κλητική | ανάταξη | ανατάξεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, ανατάξεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ανάταξη < αρχαία ελληνική ἀνάταξις
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ανάταξη θηλυκό
- (γενικότερα) η τοποθέτηση ξανά στην αρχική θέση
- ορθό ξαναστήσιμο
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ανάταξη
|