ανέκδοτος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ανέκδοτος < αρχαία ελληνική ἀνέκδοτος
Επίθετο
[επεξεργασία]ανέκδοτος
- οποιασδήποτε μορφής κείμενο (αλληλογραφία, διήγημα κλπ.) που δεν έχει δημοσιευτεί