ανέσπερα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Επίρρημα
[επεξεργασία]ανέσπερα
- (λογοτεχνικό) με ανέσπερο τρόπο
- (λογοτεχνικό) (μεταφορικά) αιώνια
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]ανέσπερα
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του ανέσπερο