αναβιωτής

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αναβιωτής οι αναβιωτές
      γενική του αναβιωτή των αναβιωτών
    αιτιατική τον αναβιωτή τους αναβιωτές
     κλητική αναβιωτή αναβιωτές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
αναβιωτής < αναβιώ(νω) + -τής

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /a.na.vi.oˈtis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐να‐βι‐ω‐τής

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

αναβιωτής αρσενικό (θηλυκό αναβιώτρια)

Συγγενικά

[επεξεργασία]

→ και δείτε τις λέξεις αναβιώνω, ανά και βίος

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]