αναβιώσεις

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

αναβιώσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αναβιώνω
  2. θα αναβιώσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αναβιώνω

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

[επεξεργασία]

αναβιώσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του αναβίωση