αναγάλλια
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αναγάλλια | οι | αναγάλλιες |
γενική | της | αναγάλλιας | — | |
αιτιατική | την | αναγάλλια | τις | αναγάλλιες |
κλητική | αναγάλλια | αναγάλλιες | ||
Προφέρεται με συνίζηση στην κατάληξη ως παροξύτονο. Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αναγάλλια < μεσαιωνική ελληνική ἀναγαλλιά < ἀναγαλλιῶ < (ελληνιστική κοινή) ἀγαλλιάω / ἀγαλλιῶ < αρχαία ελληνική ἀγάλλω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αναγάλλια θηλυκό
- (ιδιωματικό) (λογοτεχνικό) η αγαλλίαση
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αναγάλλια
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πείνα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ιδιωματικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Λογοτεχνικό ύφος (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)