αναγκαία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία 1[επεξεργασία]
Επίρρημα[επεξεργασία]
αναγκαία
- από ανάγκη
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη αναγκαίος
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αναγκαία
Ετυμολογία 2[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τα | αναγκαία | ||
γενική | των | αναγκαίων | ||
αιτιατική | τα | αναγκαία | ||
κλητική | αναγκαία | |||
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
- αναγκαία < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου αναγκαίος στον πληθυντικό
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αναγκαία ουδέτερο στον πληθυντικό
- όσα χρειάζονται, που τα έχουμε απόλυτη ανάγκη
- έβαλα στη βαλίτσα μου όλα τα αναγκαία
- αγόρασα όλα τα αναγκαία για δύο μήνες από το σούπερ μάρκετ
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αναγκαία
|
Ετυμολογία 3[επεξεργασία]
- αναγκαία: κλιτικός τύπος
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
αναγκαία
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, θηλυκού γένους του όμορφος
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του όμορφος
Κατηγορίες:
- Νέα ελληνικά
- Επιρρήματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πεύκο' στον πληθυντικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά στον πληθυντικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Κλιτικοί τύποι επιθέτων (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)