αναγκασμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αναγκασμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου αναγκάζω
Μετοχή
[επεξεργασία]αναγκασμένος, -η, -ο
- που είναι υποχρεωμένος να κάνει κάτι παρά τη θέλησή του