αναερόβιος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αναερόβιος < (απόδοση του γαλλικού όρου) anaérobie που σχηματίστηκε από λέξεις από την αρχαία ελληνική: στερητικό α + ἀήρ + βίος
Επίθετο
[επεξεργασία]αναερόβιος
- αυτός που μπορεί να αναπαραχθεί και να επιβιώσει χωρίς να του είναι απαραίτητη η παρουσία οξυγόνου
- αναερόβιος μικροοργανισμός