αναζητημένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αναζητημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου αναζητώ
Μετοχή
[επεξεργασία]αναζητημένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη αναζητώ
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αναζητημένος
|