αναθηματικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αναθηματικός < (ελληνιστική κοινή) ἀναθηματικός
Επίθετο
[επεξεργασία]αναθηματικός, -ή. -ό
- που χρησιμεύει ως ανάθημα στη μνήμη ανθρώπων ή γεγονότων
- αναθηματική στήλη για τους νεκρούς του 1940
- ο αναθηματικός πίνακας της Νίννιον