αναθυμιάσεως
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
[επεξεργασία]αναθυμιάσεως θηλυκό
- (λόγιο) γενική ενικού του αναθυμίαση
- εναλλακτικά: αναθυμίασης
αναθυμιάσεως θηλυκό