αναθυμούμαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
αναθυμούμαι < ανά + θυμούμαι

αναθυμούμαι

  1. θυμάμαι, ξαναθυμάμαι
  2. ανακαλώ στη μνήμη αναμνήσεις από τα παλιά με νοσταλγία ή πάντως με θετική συνήθως διάθεση, αναπολώ

Συγγενικά

[επεξεργασία]


Μεταφράσεις

[επεξεργασία]