αναισθητικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αναισθητικός < αναίσθητος
Επίθετο
[επεξεργασία]αναισθητικός
- ο σχετικός με την αναισθησία, συνήθως με την έννοια της νάρκωσης που εφαρμόζεται σε επεμβάσεις και οδυνηρές ιατρικές πράξεις
- αναισθητικές ουσίες
- που μπορεί να προκαλέσει νάρκωση, αναισθησία
- Λένε ότι κυκλοφόρησε ένα αναισθητικό σπρέι, αλλά είναι παράνομο
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αναισθητικός