αναισθητοποιούμαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]αναισθητοποιούμαι
- παθητική φωνή του αναισθητοποιώ, μου προκαλούν νάρκωση με αναισθητικές ουσίες
- γίνομαι συναισθηματικά απαθής, απευαισθητοποιούμαι
- → δείτε τη λέξη αναισθητοποιώ