ανακάτωση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ανακάτωση | οι | ανακατώσεις |
γενική | της | ανακάτωσης | των | ανακατώσεων |
αιτιατική | την | ανακάτωση | τις | ανακατώσεις |
κλητική | ανακάτωση | ανακατώσεις | ||
Η λόγια γενική ενικού σε -εως δε συνηθίζεται σε νεότερες λέξεις. | ||||
Κατηγορία όπως «παγκοσμιοποίηση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ανακάτωση < ανακατώνω
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ανακάτωση θηλυκό
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ανακάτωση
|