ανακαλύψεις

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

ανακαλύψεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ανακαλύπτω
  2. θα ανακαλύψεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ανακαλύπτω

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

[επεξεργασία]

ανακαλύψεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του ανακάλυψη