ανακλαδίζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ανακλαδίζω < ανα- + κλαδί + -ίζω

ανακλαδίζω (παθητική φωνή: ανακλαδίζομαι)

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]