ανακολουθία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ανακολουθία < (ελληνιστική κοινή) ἀνακολουθία < (ελληνιστική κοινή) ἀνακόλουθος
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ανακολουθία θηλυκό
- ασυνέπεια, έλλειψη ειρμού, αντιφάσεις
- Αν θέλεις να κάνουμε οικονομία, πώς θα πάρουμε καινούργια τηλεόραση; Διακρίνω μια ανακολουθία εδώ
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ανακολουθία