ανακρίτρια
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ανακρίτρια θηλυκό
- → δείτε τη λέξη ανακριτής
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ανακρίτρια
|
ανακρίτρια θηλυκό
|