ανακρούω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ανακρούω < αρχαία ελληνική ἀνακρούω

ανακρούω παρατ. ανέκρουα μέλ. στ. θα ανακρούσω αόρ. ανέκρουσα μτχ ανακρούοντας

  1. υποχωρώ, οπισθοχωρώ
    Η κυβέρνηση ανέκρουσε πρύμναν μετά το σάλο με τα λάθη στον φόρο ακινήτων
  2. για πλωτό μέσο, φεύγω με την όπισθεν, οπισθοχωρώ, όπως ήρθα-έφυγα
    Μόλις πήγε να δέσει στο λιμάνι, ανέκρουσε πρύμναν, γιατί οι κάτοικοι του νησιού δεν του επέτρεψαν να αγκυροβολήσει στο λιμάνι τους, απαιτώντας από το υπουργείο καράβι μικρότερης ηλικίας για το νησί τους
  3. (μουσική) εκτελώ ένα έργο μουσικής
    μέλη της Φιλαρμονικής του Δήμου Σύρου – Ερμούπολης ανέκρουσαν πένθιμο άσμα
    Η “Φιλαρμονική Μάντζαρος” ήταν εκείνη που ανέκρουσε τον Εθνικό Ύμνο

Εκφράσεις

[επεξεργασία]
  • ανακρούω πρύμναν: σήμερα η φράση σημαίνει να οπισθοχωρείς σε μια συζήτηση ή διαπραγμάτευση, αλλά "με τρόπο", χωρίς να δηλώνεις ηττημένος, χωρίς να το βάζεις στα πόδια (από την αρχαία ναυτική εντολή στις ναυμαχίες, που διέτασσε τους κωπηλάτες να κάνουν το πλοίο να οπισθοχωρήσει αλλά χωρίς να γυρίσει η πρύμνη και να μη στρέψουν την πλάτη στον εχθρό.)

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]