ανακύπτων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

συνήθως στην δημοτική λέμε η ανακύπτουσα

Επίθετο

[επεξεργασία]
  • που ανακύπτει, που αποτελεί συνδυασμό θεμελιωδέστερων συστατικών τα οποία αναδεικνύουν νέες ιδιότητες κατά την (ή κατά ορισμένη, -ες) συνθέσεις, δομές και συστάσεις