αναληπτέος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αναληπτέος < αρχαία ελληνική ἀναληπτέον (ἐστί)
Επίθετο
[επεξεργασία]αναληπτέος, -α, -ο
- που πρέπει να αναληφθεί
- αναληπτέα δράση (οι ενέργειες που να γίνουν)
- αναληπτέο ποσό (χρηματικό ποσό που πρέπει η τράπεζα να δώσει στον καταθέτη που ζητεί να κάνει ανάληψη)
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αναληπτέος
|