αναμασώ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
αναμασώ (παθητικό: αναμασιέμαι και αναμασώμαι)
- ξαναμασάω ένα τρόφιμο, μηρυκάζω (για ζώα)
- μασάω καλά το φαγητό μου, το μασάω ξανά και ξανά
- λέω τα ίδια και τα ίδια ή επαναλαμβάνω λόγια και έννοιες που ανέφεραν άλλοι προηγουμένως, επαναλαμβάνω τα λεγόμενά τους είτε αυτολεξεί είτε με διαφορετική φρασεολογία, δεν λέω τίποτα καινούργιο
- Δεν ανοίγω πια την τηλεόραση.Αναμασιούνται τα ίδια και τα ίδια, αναπαράγουν ακριβώς το ίδιο υλικό
Κλίση[επεξεργασία]
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αναμασάω - αναμασώ | αναμασούσα | θα αναμασάω - αναμασώ | να αναμασάω - αναμασώ | αναμασώντας | |
β' ενικ. | αναμασάς | αναμασούσες | θα αναμασάς | να αναμασάς | αναμάσα - αναμάσαγε | |
γ' ενικ. | αναμασάει - αναμασά | αναμασούσε | θα αναμασάει - αναμασά | να αναμασάει - αναμασά | ||
α' πληθ. | αναμασάμε - αναμασούμε | αναμασούσαμε | θα αναμασάμε - αναμασούμε | να αναμασάμε - αναμασούμε | ||
β' πληθ. | αναμασάτε | αναμασούσατε | θα αναμασάτε | να αναμασάτε | αναμασάτε | |
γ' πληθ. | αναμασάν(ε) - αναμασούν(ε) | αναμασούσαν(ε) | θα αναμασάν(ε) - αναμασούν(ε) | να αναμασάν(ε) - αναμασούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | αναμάσησα | θα αναμασήσω | να αναμασήσω | αναμασήσει | ||
β' ενικ. | αναμάσησες | θα αναμασήσεις | να αναμασήσεις | αναμάσα - αναμάσησε | ||
γ' ενικ. | αναμάσησε | θα αναμασήσει | να αναμασήσει | |||
α' πληθ. | αναμασήσαμε | θα αναμασήσουμε | να αναμασήσουμε | |||
β' πληθ. | αναμασήσατε | θα αναμασήσετε | να αναμασήσετε | αναμασήστε | ||
γ' πληθ. | αναμάσησαν αναμασήσαν(ε) |
θα αναμασήσουν(ε) | να αναμασήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω αναμασήσει | είχα αναμασήσει | θα έχω αναμασήσει | να έχω αναμασήσει | ||
β' ενικ. | έχεις αναμασήσει | είχες αναμασήσει | θα έχεις αναμασήσει | να έχεις αναμασήσει | ||
γ' ενικ. | έχει αναμασήσει | είχε αναμασήσει | θα έχει αναμασήσει | να έχει αναμασήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε αναμασήσει | είχαμε αναμασήσει | θα έχουμε αναμασήσει | να έχουμε αναμασήσει | ||
β' πληθ. | έχετε αναμασήσει | είχατε αναμασήσει | θα έχετε αναμασήσει | να έχετε αναμασήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν αναμασήσει | είχαν αναμασήσει | θα έχουν αναμασήσει | να έχουν αναμασήσει |
|
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αναμασιέμαι | αναμασιόμουν(α) | θα αναμασιέμαι | να αναμασιέμαι | ||
β' ενικ. | αναμασιέσαι | αναμασιόσουν(α) | θα αναμασιέσαι | να αναμασιέσαι | ||
γ' ενικ. | αναμασιέται | αναμασιόταν(ε) | θα αναμασιέται | να αναμασιέται | ||
α' πληθ. | αναμασιόμαστε | αναμασιόμαστε αναμασιόμασταν |
θα αναμασιόμαστε | να αναμασιόμαστε | ||
β' πληθ. | αναμασιέστε | αναμασιόσαστε αναμασιόσασταν |
θα αναμασιέστε | να αναμασιέστε | αναμασιέστε | |
γ' πληθ. | αναμασιούνται | αναμασιόνταν(ε) αναμασιούνταν αναμασιόντουσαν |
θα αναμασιούνται | να αναμασιούνται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | αναμασήθηκα | θα αναμασηθώ | να αναμασηθώ | αναμασηθεί | ||
β' ενικ. | αναμασήθηκες | θα αναμασηθείς | να αναμασηθείς | αναμασήσου | ||
γ' ενικ. | αναμασήθηκε | θα αναμασηθεί | να αναμασηθεί | |||
α' πληθ. | αναμασηθήκαμε | θα αναμασηθούμε | να αναμασηθούμε | |||
β' πληθ. | αναμασηθήκατε | θα αναμασηθείτε | να αναμασηθείτε | αναμασηθείτε | ||
γ' πληθ. | αναμασήθηκαν αναμασηθήκαν(ε) |
θα αναμασηθούν(ε) | να αναμασηθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω αναμασηθεί | είχα αναμασηθεί | θα έχω αναμασηθεί | να έχω αναμασηθεί | αναμασημένος | |
β' ενικ. | έχεις αναμασηθεί | είχες αναμασηθεί | θα έχεις αναμασηθεί | να έχεις αναμασηθεί | ||
γ' ενικ. | έχει αναμασηθεί | είχε αναμασηθεί | θα έχει αναμασηθεί | να έχει αναμασηθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε αναμασηθεί | είχαμε αναμασηθεί | θα έχουμε αναμασηθεί | να έχουμε αναμασηθεί | ||
β' πληθ. | έχετε αναμασηθεί | είχατε αναμασηθεί | θα έχετε αναμασηθεί | να έχετε αναμασηθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν αναμασηθεί | είχαν αναμασηθεί | θα έχουν αναμασηθεί | να έχουν αναμασηθεί |