αναμειγνύομαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
αναμειγνύομαι < παθητική φωνή του ρήματος αναμειγνύω

αναμειγνύομαι, παθητική μετοχή αναμεμειγμένος

Δείτε επίσης αναμειγνύω, αναμιγνύομαι, αναμιγνύω

→ δείτε τη λέξη  αναμειγνύω

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]