αναμεικτήρας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αναμεικτήρας < ανάμειξη
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]αναμεικτήρας αρσενικό, πληθυντικός αναμεικτήρες
- μηχανικό εξάρτημα ανάμειξης υλικών
- ειδική μηχανή ανάμειξης υλικών όπως π.χ. χρωμάτων και παραγωγής οποιασδήποτε απόχρωσης
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αναμεικτήρας
|