αναμεικτήρας

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αναμεικτήρας οι αναμεικτήρες
      γενική του αναμεικτήρα των αναμεικτήρων
    αιτιατική τον αναμεικτήρα τους αναμεικτήρες
     κλητική αναμεικτήρα αναμεικτήρες
Κατηγορία όπως «αγώνας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
αναμεικτήρας < ανάμειξη

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

αναμεικτήρας αρσενικό, πληθυντικός αναμεικτήρες

  1. μηχανικό εξάρτημα ανάμειξης υλικών
  2. ειδική μηχανή ανάμειξης υλικών όπως π.χ. χρωμάτων και παραγωγής οποιασδήποτε απόχρωσης

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]