ανανήψας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | ανανήψας | η | ανανήψασα | το | ανανήψαν |
γενική | του | ανανήψαντος & ανανήψαντα1 |
της | ανανήψασας & ανανηψάσης* |
του | ανανήψαντος |
αιτιατική | τον | ανανήψαντα | την | ανανήψασα | το | ανανήψαν |
κλητική | ανανήψας | ανανήψασα | ανανήψαν | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | ανανήψαντες | οι | ανανήψασες | τα | ανανήψαντα |
γενική | των | ανανηψάντων | των | ανανηψασών | των | ανανηψάντων |
αιτιατική | τους | ανανήψαντες | τις | ανανήψασες | τα | ανανήψαντα |
κλητική | ανανήψαντες | ανανήψασες | ανανήψαντα | |||
Οι αρχαίες καταλήξεις για τα τρία γένη: -ας, -ασα, -αν 1 νεότερος τύπος * παλιότερος λόγιος τύπος | ||||||
ομάδα 'λήξας', Κατηγορία όπως «κλέψας» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ανανήψας < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἀνανήψας, μετοχή ενεργητικού αορίστου του ρήματος ἀνανήφω (συνέρχομα από μεθύσι)
Μετοχή[επεξεργασία]
ανανήψας, -ασα, -αν
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
- ανανήψας - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)
Κατηγορίες:
- Μετοχές που κλίνονται όπως η ομάδα 'λήξας' (νέα ελληνικά)
- Μετοχές που κλίνονται όπως το 'κλέψας' (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Μετοχές (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λόγιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Μετοχές ενεργητικού αορίστου (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)