αναξιοσύνη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]αναξιοσύνη θηλυκό
- η αναξιότητα, η ιδιότητα εκείνου που κατά κανόνα πρέπει να είναι άξιος και αποδεικνύεται ότι δεν είναι (π.χ. η αναξιοσύνη κληρικού, πολιτικού ή άλλου λειτουργού)
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αναξιοσύνη