αναξιόχρεος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]αναξιόχρεος, -η / -ος, -ο(ν)
- ο ανάξιος αποπληρωτής χρεών
- ο αναξιόπιστος σε συναλλαγές
- (κατ’ επέκταση) ο ανάξιος ν΄ αναλάβει οικονομικές υποχρεώσεις
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Αντώνυμα
[επεξεργασία]Σημειώσεις
[επεξεργασία]- οι παραπάνω χαρακτηρισμοί αποδίδονται σε πάγια συμπεριφορά και όχι σε αιφνίδια κατάσταση λόγω εξωγενούς αιτίου, π.χ. τραυματισμού, απόλυσης από εργασία, περικοπής αποδοχών ή σύνταξης κ.λπ.
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αναξιόχρεος
|