αναπάλλω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
αναπάλλω < ανά + πάλλω

αναπάλλω και αναπάλλομαι

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]