αναποκάλυπτος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αναποκάλυπτος < αν- + αποκαλύπτω + -τος
Επίθετο
[επεξεργασία]αναποκάλυπτος
- που δεν μπορεί να αποκαλυφθεί ή δεν αποκαλύπτεται
Αντώνυμα
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αναποκάλυπτος