αναπροσανατολίζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
αναπροσανατολίζω < ανα- + προσανατολίζω ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική reorient)

αναπροσανατολίζω

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]