αναπόδεικτα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αναπόδεικτα < αρχαία ελληνική ἀναποδείκτως < στερ. α- προ φωνήεντος + από + παράγωγο του δείκνυμι
Επίρρημα
[επεξεργασία]αναπόδεικτα
- χωρίς αποδείξεις, αυθαίρετα (σπάνια χρήση)
Σημειώσεις
[επεξεργασία]τα πέντε αναπόδεικτα του Χρυσίππου που καλούνται έτσι γιατί ήταν αυτονόητα και δεν χρειάζονταν απόδειξη, πέντε υποθετικοί υπολογισμοί:
- Αν είναι ημέρα, έχει φως. Έχει φως άρα είναι ημέρα.
- Αν είναι ημέρα, έχει φως. Δεν έχει φως, άρα δεν είναι ημέρα.
- Ο Πλάτων δεν είναι ταυτόχρονα ζωντανός και νεκρός. Ο Πλάτων είναι νεκρός, άρα δεν είναι ζωντανός.
- Είναι είτε ημέρα είτε νύχτα. Είναι ημέρα, άρα δεν είναι νύχτα.
- Είναι είτε ημέρα είτε νύχτα. Δεν είναι νύχτα, άρα είναι ημέρα.
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αναπόδεικτα
|
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]αναπόδεικτα
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του αναπόδεικτο