αναρθρία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αναρθρία < λόγιο ενδογενές δάνειο: νεολατινική anarthria < αρχαία ελληνική ἄναρθρος + -ία < ἄρθρον < ἀραρίσκω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *h₂er-
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]αναρθρία θηλυκό
Υπερώνυμα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη άρθρο
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα νεολατινικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ιατρική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)