αναρμάτωτος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αναρμάτωτος < μεσαιωνική ελληνική αναρμάτωτος < αν- + αρματώνω + -τος
Επίθετο
[επεξεργασία]αναρμάτωτος, -η, -ο
- που δεν έχει αρματωθεί
- (ναυτικός όρος) που δεν έχει αρματωθεί
Αντώνυμα
[επεξεργασία]Συνώνυμα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη άρμα
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αναρμάτωτος
|