αναρρύθμιση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αναρρύθμιση | οι | αναρρυθμίσεις |
γενική | της | αναρρύθμισης* | των | αναρρυθμίσεων |
αιτιατική | την | αναρρύθμιση | τις | αναρρυθμίσεις |
κλητική | αναρρύθμιση | αναρρυθμίσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, αναρρυθμίσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]αναρρύθμιση θηλυκό
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αναρρύθμιση
|