αναρχομαλάκας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αναρχομαλάκας < αναρχ(ικός) + -ο- + μαλάκας
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αναρχομαλάκας αρσενικό
- (νεολογισμός, αργκό, μειωτικό) χλευαστικός χαρακτηρισμός για αναρχικό
- ※ «Με βούτηξαν από την κοτσίδα κι άρχισαν να με σέρνουν - έφευγαν τούφες από τα μαλλιά μου. Ούρλιαζαν ‘‘απόψε θα πεθάνετε αναρχομαλάκες’’. Έρχεται ένας με ένα στειλιάρι και μπαμ! Μου ρίχνει στο κεφάλι. Και μετά άλλη μια. Κάποια στιγμή, κάποιος φώναξε ‘‘εντάξει, τέλος τώρα’’ και κάπως απότομα όλο αυτό σταμάτησε». (@efsyn)
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αναρχομαλάκας
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'αγώνας' χωρίς γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με ένθημα -ο- (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Νεολογισμοί (νέα ελληνικά)
- Αργκό (νέα ελληνικά)
- Μειωτικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα τύπου (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)