ανασηκώνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ανασηκώνω < μεσαιωνική ελληνική ἀνασηκώνω < αρχαία ελληνική ἀνασηκόω - ἀνασηκῶ

ανασηκώνω (παθητικό: ανασηκώνομαι)

  • σηκώνω ελαφρά
    • Είμαι σίγουρη ότι Θα βρεις το κινητό σου άμα ανασηκώσεις τις κάλτσες που πέταξες στο κρεβάτι ή το παντελόνι που πέταξες στον καναπέ ή το σακάκι που πέταξες στην πολυθρόνα

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]