ανασυνδέω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ανασυνδέω < λείπει η ετυμολογία

ανασυνδέω

  • συνδέω ξανά, φέρνω μαζί δύο πράγματα και τα ενώνω πάλι ή τα ξαναφέρνω σε επαφή

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]