ανασφάλιστα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ανασφάλιστα < από το επίθετο ανασφάλιστος
Επίρρημα
[επεξεργασία]ανασφάλιστα
- για κάτι που γίνεται χωρίς ασφάλεια ή χωρις ασφάλιση (δύσχρηστο επίρρημα)
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ανασφάλιστα
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]ανασφάλιστα
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του ανασφάλιστο