ανατριχιασμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ανατριχιασμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου ανατριχιάζω
Μετοχή
[επεξεργασία]ανατριχιασμένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη ανατριχιάζω
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ανατριχιασμένος
|