αναφανδόν

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ἀναφανδόν

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
αναφανδόν < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀναφανδόν < ἀναφαίνω, ἀναφαν- (εμφανίζω, φανερώνω) + -δόν

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /a.na.fanˈðon/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐να‐φαν‐δόν

Επίρρημα

[επεξεργασία]

αναφανδόν (τροπικό επίρρημα)

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]