αναφυλακτικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αναφυλακτικός < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
[επεξεργασία]αναφυλακτικός, -ή, -ό
- σχετικός με αναφυλαξία
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αναφυλακτικός