αναχρονίζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ἀναχρονίζω

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
αναχρονίζω < (ελληνιστική κοινήἀναχρονίζω / ἀναχρονίζομαι < αρχαία ελληνική χρονίζω < χρόνος

αναχρονίζω

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]