αναχωματώνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
αναχωματώνω < λείπει η ετυμολογία

αναχωματώνω

  1. συσσωρεύω χώμα για να γεμίσω ένα άνοιγμα στο έδαφος ή για να δημιουργήσω ανάχωμα

Συνώνυμα

[επεξεργασία]
  1. αναχωματίζω

Συγγενικά

[επεξεργασία]
  1. αναχωματισμός
  2. αναχωμάτωση
  3. αναχωματικός

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]