ανδραποδίζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ανδραποδίζω < ανδραποδίζω

ανδραποδίζω

  • υποτάσσω, υποδουλώνω

Ο Μέγας Αλέξανδρος κατάφερε να ανδραποδίσει τους Πέρσες στη μάχη των Γαυγαμήλων.


Μεταφράσεις

[επεξεργασία]