ανδρειώνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ανδρειώνω < μεσαιωνική ελληνική ανδρειώνω < (ελληνιστική κοινήἀνδρειόω / ἀνδρειῶ

ανδρειώνω (παθητική φωνή: ανδρειώνομαι)

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]